- ἐπινάστιος
- ἐπινάστιοςtaken as a stranger into a countrymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινάστιος — ἐπινάστιος, ον (Α) μέτοικος, έποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * νάστιος (< θ. νασ τού ρ. ναίω «κατοικώ». Πρβλ. παθ. αόρ. ε νασ θην. Μαρτυρείται και η γλώσσα νάστης), τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. μετα νάστιος)] … Dictionary of Greek
ἐπινάστιοι — ἐπινάστιος taken as a stranger into a country masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)